Η κατασκευή ενός καϊκιού είχε, από την αρχή ώς το τέλος, κάτι το μεταφυσικό.
Όταν σκάρωναν την καρίνα του σκάφους, καρφωνόταν ένας πάσσαλος κόντρα στην πλώρη για να συγκρατεί τον ξύλινο σκελετό. Αυτός που έπιανε το σφυρί έπρεπε να έχει τον ήλιο καταπρόσωπο, καθώς θεωρούνταν πολύ κακό σημάδι το να καρφώσει τον ίδιο του τον ίσκιο. Στο τέλος, πια, όταν το σκαρί ήταν έτοιμο για καθέλκυση, την τιμητική του είχε ο παπάς της κοινότητας, ο οποίος τελούσε αγιασμό – και μετά άρχιζε το γλέντι. Δίχως την ευχή του, το καΐκι δεν έπεφτε στη θάλασσα.
Ο ιερέας ήταν ο τελευταίος, μετά μια σειρά μάστορες, πρωτομάστορες, υλοτόμους, καλφάδες και ιστιορράφους, που φρόντιζε για το αξιόπλοον με τον δικό του τρόπο. Και είναι πολύ συγκινητικό ότι σήμερα, σε μια εποχή όπου η κατασκευή ξύλινων σκαφών κοντεύει να εκλείψει, ο πατήρ Κωνσταντίνος Ν. Καλλιανός από τη Σκόπελο μπήκε στη βάσανο της ιστορικής έρευνας και έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο, μια κιβωτό της ναυτοσύνης στο νησί του. Στον πρόλογό του εξηγεί ότι προσεγγίζει το θέμα με «ιερή συγκίνηση» για την τέχνη των αγράμματων μαστόρων, που δεν άφησαν πίσω τους τεκμήρια. Επιμελητής της έκδοσης από τον οίκο T&T, ο Σέργιος Τράμπας, άνθρωπος που νοιάζεται για τη ναυτική παράδοση όσο λίγοι, όπως θα έχει διαπιστώσει όποιος παρακολουθεί τη σειρά «Αειναύτες».
Μέσα από τις σελίδες ξαναζωντανεύει ο κόσμος των ταρσανάδων, παρατίθενται αποσπάσματα από ημερολόγια πλοίων που έφευγαν από τη Σκόπελο και έφθαναν μέχρι τον Πόντο, παρουσιάζονται συμφωνητικά κατασκευής και ιδιοκτησίας, αλλά και σχέδια και φωτογραφίες. «Παρότι κατάγομαι από ένα ορεινό χωριό που λέγεται Κλήμα, ο πατέρας μου και ο παππούς μου ήταν ναυτικοί σε καΐκια που πήγαιναν στο Βόρειο και στο Νότιο Αιγαίο. Οταν μεγάλωνα, στο νησί υπήρχαν τέσσερις ταρσανάδες. Σήμερα έχει μείνει μόνο ένας μάστορας που ξέρει τη δουλειά και το κάνει από μεράκι και όχι για οικονομικό κέρδος», λέει ο παπα-Κώστας στη στήλη.
Το συγκινητικό στοιχείο είναι ότι του πήρε 35 ολόκληρα χρόνια να μαζέψει το υλικό για το βιβλίο, επιχειρώντας επιτόπιες έρευνες στο νησί και ανατρέχοντας σε διάφορα αρχεία των ΓΑΚ, αλλά και του Αγίου Ορους: «Δυσκολεύτηκα, αλλά μέσα μου το ένιωθα ως χρέος προς τους ανθρώπους του μόχθου που δεν υπάρχουν πια και η τέχνη τους χάνεται. Κάποτε, κοίταγα τα λιμάνια των Σποράδων και ήταν όλα γεμάτα με ξύλινα σκαριά. Ο Παπαδιαμάντης έγραφε για την κοκκώνα θάλασσα. Σήμερα, τα περισσότερα πλεούμενα είναι πλαστικά. Είναι τόσο κρίμα. Πρέπει να κάνουμε κάτι για να σώσουμε τα τελευταία σκαριά».
athinaika@kathimerini.gr